ηχοβολίδα

ηχοβολίδα
η
συσκευή ηχοεντοπισμού που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τού βάθους τών ωκεανών και για τον εντοπισμό υποβρύχιων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. ηχοβολίς, αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. echo-sounder)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”